φήμη

φήμη
η
1) слух, молва;

κοινή φήμη — людская молва;

κυκλοφορεί ( — или διαδίδεται) η φήμη ότι... — ходят слухи (идёт слух), что...;

κατά τίνα φήμην — ло чьйм-л. словам;

τον γνωρίζω μόνο εκ φήμης — я знаю о нём лишь по слухам;

2) репутация, слава; известность;

έχω πολύ κακή φήμη — иметь очень плохою репутацию;

έχω μεγάλη φήμη — ила χαίρω μεγάλης φήμης — пользоваться широкой известностью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φήμη" в других словарях:

  • φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

  • Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημῶν — φήμη a. fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμαις — φήμη a. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»